αλειτούργητος

αλειτούργητος
η , ο [ος , ον ]
1) не посещающий церкви; 2):

αλειτούργητοςη εκκλησία — церковь, где не было обедни;

3) неосвящённый;
4) бессовестный, бесстыдный;

βρε τον αλειτούργητοςο! — ну и наглец!; — ну и бессовестный!; — креста на нём нет!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλειτούργητος" в других словарях:

  • ἀλειτούργητος — free from masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειτούργητος — η, ο (AM ἀλειτούργητος, ον) (νεοελλ. μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία νεοελλ. Ι (για ναό) 1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος 2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αλειτούργητος — η, ο επίρρ. α 1. (για εκκλησία), αυτή που δε λειτουργήθηκε: Το ξωκλήσι ήταν σχεδόν έξι μήνες αλειτούργητο. 2. αυτός που δεν πηγαίνει στην εκκλησία, ακκλησίαστος: Είχε ένα χρόνο αλειτούργητος. 3. ασεβής, αθεόφοβος: Είδες εκεί τον αλειτούργητο! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλειτούργητον — ἀλειτούργητος free from masc/fem acc sg ἀλειτούργητος free from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτουργήτοις — ἀλειτούργητος free from masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτουργήτους — ἀλειτούργητος free from masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτούργητα — ἀλειτούργητος free from neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτούργητοι — ἀλειτούργητος free from masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άψαλτος — η, ο (Μ ἄψαλτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψαλεί 2. εκείνος που δεν του έχει ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, ο αδιάβαστος μσν. (για τόπο) αυτός στον οποίο δεν τελέστηκε λειτουργία, ο αλειτούργητος …   Dictionary of Greek

  • ακκλησίαστος — και ακκλήσιαστος, η, ο [εκκλησιάζομαι] 1. αυτός που δεν έχει εκκλησιαστεί ή δεν εκκλησιάζεται, ο αλειτούργητος 2. αυτός στον οποίο έχει απαγορευθεί ο εκκλησιασμός με αφορισμό ή άλλη τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • αλειτουργησία — και αλειτουργησιά η (Α ἀλειτουργησία) [ἀλειτούργητος] νεοελλ. 1. η μη τέλεση λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής ακολουθίας για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. η μη προσέλευση κάποιου σε θρησκευτικές ακολουθίες μσν. 1. (ως πειθαρχική ποινή κληρικών)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»