ἀλειτούργητος — free from masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλειτούργητος — η, ο (AM ἀλειτούργητος, ον) (νεοελλ. μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία νεοελλ. Ι (για ναό) 1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος 2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν… … Dictionary of Greek
αλειτούργητος — η, ο επίρρ. α 1. (για εκκλησία), αυτή που δε λειτουργήθηκε: Το ξωκλήσι ήταν σχεδόν έξι μήνες αλειτούργητο. 2. αυτός που δεν πηγαίνει στην εκκλησία, ακκλησίαστος: Είχε ένα χρόνο αλειτούργητος. 3. ασεβής, αθεόφοβος: Είδες εκεί τον αλειτούργητο! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλειτούργητον — ἀλειτούργητος free from masc/fem acc sg ἀλειτούργητος free from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειτουργήτοις — ἀλειτούργητος free from masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειτουργήτους — ἀλειτούργητος free from masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειτούργητα — ἀλειτούργητος free from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειτούργητοι — ἀλειτούργητος free from masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άψαλτος — η, ο (Μ ἄψαλτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψαλεί 2. εκείνος που δεν του έχει ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, ο αδιάβαστος μσν. (για τόπο) αυτός στον οποίο δεν τελέστηκε λειτουργία, ο αλειτούργητος … Dictionary of Greek
ακκλησίαστος — και ακκλήσιαστος, η, ο [εκκλησιάζομαι] 1. αυτός που δεν έχει εκκλησιαστεί ή δεν εκκλησιάζεται, ο αλειτούργητος 2. αυτός στον οποίο έχει απαγορευθεί ο εκκλησιασμός με αφορισμό ή άλλη τιμωρία … Dictionary of Greek
αλειτουργησία — και αλειτουργησιά η (Α ἀλειτουργησία) [ἀλειτούργητος] νεοελλ. 1. η μη τέλεση λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής ακολουθίας για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. η μη προσέλευση κάποιου σε θρησκευτικές ακολουθίες μσν. 1. (ως πειθαρχική ποινή κληρικών)… … Dictionary of Greek